σκιαδοφόρα

σκιαδοφόρα
(umbelliferae). Δικοτυλήδονα φυτά, κυρίως πόες και σπάνια φρύγανα. Όλα έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, με μίσχο που διαπλατύνεται στη βάση σε κολεό. Το έλασμα, σπάνια ακέραιο, είναι σχεδόν πάντοτε σχισμένο σε παλαμοειδή ή πτεροειδή διάταξη. Τα άνθη τους έχουν κάλυκα στοιχειώδη που ενώνεται με την ωοθήκη και τα λευκά ή σπανιότερα κίτρινα πέταλα της στεφάνης. Ο καρπός - διαχαίνιο -στηρίζεται πάνω σε ένα μίσχο (καρποφόριο). Η εξωτερική του επιφάνεια είναι χαρακτηριστικά χωρισμένη κατά μήκος με αύλακες. Τα σκιαδοφόρα αναγνωρίζονται εύκολα από τα σκιάδια τις χαρακτηριστικές ταξιανθίες τους. Γενικά είναι φυτά πλούσια σε αιθέρια έλαια, μερικά από τα οποία αναδίνουν ευχάριστο άρωμα (μάραθο, μαϊντανός, σέλινο, χαιρόφυλλο, κορίανδρο, καρότο), γι’ αυτό και τα φυτά που προαναφέραμε είναι εδώδιμα, είτε ολόκληρα, είτε τμήματα τους (φύλλα-στελέχη, ρίζες, σπέρματα). Άλλες όμως φορές αναδίνουν οσμή αρκετά δυσάρεστη (βιφόρα η ακτινωτή, αίθουσα η κυνάπιος). Δε λείπουν μάλιστα και τα δηλητηριώδη όπως οι κικούτες. Άνθη σκιαδοφόρων φυτών.
* * *
τα, Ν
βοτ. βλ. σκιαδοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκιαδοφόρα — τα οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • κικούτα — (Cicuta). Γένος ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των σκιαδομόρφων (δικοτυλήδονα). Το κυριότερο είδος του είναι η κ. η τοξική, η οποία αυτοφύεται σε υγρούς τόπους της Ηπείρου. Είναι δηλητηριώδες φυτό, μοιάζει με τον μαϊντανό –με τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κορίανδρο — το (ΑM κορίανδρον) βοτ. 1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε… …   Dictionary of Greek

  • κρίθμο — το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο… …   Dictionary of Greek

  • κρίταμο — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κρίθμο* τής οικογένειας σκιαδοφόρα …   Dictionary of Greek

  • κώνειο — (Conium). Γένος διετών, δηλητηριωδών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Conium maculatum, ιθαγενές της Ευρώπης. Πρόκειται για πόα με λείο και κοίλο βλαστό, ύψους έως 3 μ., με πράσινο χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • λαγοικία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδοφόρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”